- χυλοφόρος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν1. (ανατ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφορά και κυκλοφορία τού χυλού στον οργανισμό2. φρ. α) «χυλοφόρα αγγεία»ανατ. τα λεμφαγγεία που μεταφέρουν τον χυλό από το λεπτό έντερο στον μείζονα θωρακικό πόρο, από όπου αυτός εισέρχεται στην κυκλοφορία τού αίματοςβ) «χυλοφόρα δεξαμενή»ανατ. ατρακτοειδής διεύρυνση τού μείζονος θωρακικού πόρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chylifere < chyli- (< χυλός) + -fere (< λατ. fero), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το ομόρριζο -φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Βεν. Λέσβιο].
Dictionary of Greek. 2013.